- δυσκατάπαυστος
- δυσκατά-παυστος, ον,A hard to check,
ἄλγος A.Ch.470
(lyr.);βοή LXX 3 Ma.5.7
; of persons, Plu.Alex.31; restless,ψυχή E.Med.109
(anap.);τὸ -ότερον Thphr. Vent.35
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄλγος A.Ch.470
(lyr.);βοή LXX 3 Ma.5.7
; of persons, Plu.Alex.31; restless,ψυχή E.Med.109
(anap.);τὸ -ότερον Thphr. Vent.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάπαυστος — δυσκατάπαυστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται 2. ανήσυχος («δυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον η ιδιότητα τού δυσκατάπαυστου … Dictionary of Greek
δυσκατάπαυστος — hard to check masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταπαυστότερον — δυσκατάπαυστος hard to check adverbial comp δυσκατάπαυστος hard to check masc acc comp sg δυσκατάπαυστος hard to check neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταπαύστως — δυσκατάπαυστος hard to check adverbial δυσκατάπαυστος hard to check masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάπαυστον — δυσκατάπαυστος hard to check masc/fem acc sg δυσκατάπαυστος hard to check neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταπαύστους — δυσκατάπαυστος hard to check masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταπαύστῳ — δυσκατάπαυστος hard to check masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάπαυστοι — δυσκατάπαυστος hard to check masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσ- — αρχαίο αχώριστο πρόθεμα (πρβλ. αρχ. ινδ. dus , dur , αβ. duš, duž, γοτθ. tuz werjan «αμφιβάλλω», αγγλοσαξ. tor , αρχ. άνω γερμ. zur, αρχ. ιρλ. du , do , αρμ. t ) που ανάγεται σε IE *dus «κακό» (βλ. λ. δεύομαι). Το πρόθεμα με αρχική σημασία «κακό» … Dictionary of Greek